στεφάνι

στεφάνι
Ο στέφανος των αρχαίων Ελλήνων. Το σ. χρησίμευε για στόλισμα του κεφαλιού σε όλους τους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Οι Έλληνες άρχισαν να το χρησιμοποιούν στους μεταομηρικούς χρόνους, και συνδεόταν αρχικά με τη θεία λατρεία. Τα σ. τα κατασκεύαζαν από κλαδιά δέντρων που ήταν αφιερωμένα στους θεούς. Έτσι, στο Δία πρόσφεραν σ. από βελανιδιά, στην Ήρα από ροδιά, στον Απόλλωνα από δάφνη ή φοίνικα και στην Αφροδίτη από μυρτιά. Αργότερα όμως, άρχισαν να το χρησιμοποιούν και σε πολλές εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, όπως στους γάμους, στα συμπόσια και στις κηδείες. Με σ. επίσης υποδέχονταν οι Έλληνες τα αρσενικά παιδιά όταν γεννιόνταν, και σ. πρόσφεραν οι φίλοι στους φίλους κι οι εραστές στις ερωμένες τους. Τελικά, το σ. έγινε και τιμητικό έπαθλο για τους νικητές των αγώνων, καθώς και για όσους διακρίνονταν στους πολέμους. Με την πάροδο του χρόνου τα απλά σ. αντικαταστάθηκαν με πολύτιμα, κυρίως από χρυσάφι, με τα οποία τιμούσαν πολίτες ή ξένους που πρόσφεραν εξαιρετική εκδούλευση στις πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τα σ. σχεδόν έχουν καταργηθεί. Επιβίωσε, ωστόσο έως τις ημέρες μας, η συνήθεια των σ. που είναι γνωστά ως πρωτομαγιάτικα. Κατάθεση σ. γίνεται επίσης σε κηδείες, τάφους, κετοτάφια και ηρώα. Οι χριστιανοί εξάλλου, όταν πρόκειται να παντρευτούν, φορούν ειδικά σ. στη διάρκεια της θρησκευτικής τελετής του γάμου. Στεφάνι ελληνιστικής εποχής, εξαίρετης κατασκευής και ωραιότατου σχεδίου που μαρτυρά το υψηλό επίπεδο της μεταλλοτεχνίας της εποχής του (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα). Επιβράβευση του Ισπανού Αμπέλ Αντόν με στεφάνι ελιάς, για τη νίκη του στο 6ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου στην Αθήνα (φωτ. ΑΠΕ). Χρυσό στεφάνι που ήρθε στο φως κατά τις ανασκαφές της Βεργίνας (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *
το, Ν
1. κυκλικό πλέγμα από άνθη ή φύλλα που φοριέται στο κεφάλι ως βραβείο αγώνα, ως σημείο νίκης, ως σημείο εορτασμού, ἡ κατατίθεται σε μνημεία, στέφανος (α. «και στην κόμη στεφάνι φορεί», Σολωμ.
β. «θανάτου στεφάνι / τριγύρω στην κόμη», Σολωμ.
γ. «πρωτομαγιάτικο στεφάνι»)
2. ξύλινη ή μεταλλική στεφάνη η οποία χρησιμεύει για την περίσφιγξη και στερέωση σανίδων, βυτίων, κιβωτίων, αλλ. βεργοστέφανο, τσέρκι («στεφάνι τού κοφινιού»)
3. το γαμήλιο στέφανο («και πικρότατα κλαίω πως είναι δίχως το στεφάνι, που μόταξες, ο τοίχος», Σολωμ.)
4. ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα σε σχήμα κύκλου με το οποίο παίζουν τα παιδιά
5. περίζωμα οικοδομής, γείσο, κορνίζα
6. το προεξέχον τμήμα ενός αντικειμένου, χείλος, άκρο
7. γκρεμός
8. συνεκδ. α) ο γάμος, το στεφάνωμα
β) ο ή η νόμιμος σύζυγος («να χαρείς το στεφάνι σου» — φρ. που λέγεται ως ευχή)
9. φρ. α) «βάζω στεφάνι» — παντρεύομαι
β) «καλό στεφάνι» — είθε να βρεις καλό ή καλή σύζυγο
γ) «τήν έχει χωρίς στεφάνι» — συζεί με αυτήν χωρίς νόμιμο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεφάνη μέσω ενός υποκοριστικού στεφάνι(ον). Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε απευθείας από τη λ. στεφάνη με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στεφάνι — το 1. ό,τι περιβάλλει κάτι. 2. ανθοστέφανος: Κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. 3. γαμήλιος στέφανος: Δεν έβαλαν ακόμη στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στέφανι, Αγκοστίνο — (Steffani). Ιταλός μουσικοσυνθέτης (Καστελφράνκο Βένετο 1654 – Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1728). Σπούδασε μουσική στο Μόναχο (1669 1671) με τον Γ.Κ. Κερλ και τελειοποιήθηκε στη Ρώμη (1672 1674) με τους Καρίσιμι και Μπερνάμπεϊ. Μετά το ταξίδι του… …   Dictionary of Greek

  • Στεφάνι, Λούντολφ — (Stephani). Γερμανός αρχαιολόγος και φιλόλογος (1816 – 1887). Χρημάτισε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ντόρπαρτ της Γερμανίας και κατόπιν διευθυντής του μουσείου των κλασικών αρχαιοτήτων της Πετρούπολης. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ιταλία και… …   Dictionary of Greek

  • Αμπρότζιο Στεφάνι ντα Φοσάνο — (Ambrogio Stefani da Fossano, 1451 – 1522). Ιταλός ζωγράφος, γνωστός και με το ψευδώνυμό του, Μπεργκονιόνε. Μαζί με τον Φόπα θεωρούνται οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της ζωγραφικής σχολής της Λομβαρδίας πριν την εμφάνιση του Λεονάρντο ντα Βίντσι,… …   Dictionary of Greek

  • στεφανίτα — στεφανί̱τᾱ , στεφανίτης of masc nom/voc/acc dual στεφανί̱τᾱ , στεφανίτης of masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανίτας — στεφανί̱τᾱς , στεφανίτης of masc acc pl στεφανί̱τᾱς , στεφανίτης of masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανιτῶν — στεφανῑτῶν , στεφανίτης of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανίται — στεφανί̱τᾱͅ , στεφανίτης of masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανίταιν — στεφανί̱ταιν , στεφανίτης of masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανίταις — στεφανί̱ταις , στεφανίτης of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”